box
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
box | boxes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
box (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- box < box-calf < Joseph Box (αμερικανός παραγωγός για μπότες) + calf (μοσχάρι)
- box < box (κουτί)
- box < Freebox, συσκευή μόντεμ της γαλλικής εταιρείας Free < free + box
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
box | box |
box (fr) αρσενικό
- μοσχαρίσιο δέρμα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή παπουτσιών, σάκων, κ.α.
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
box | box |
box (fr) αρσενικό
- μέρος ενός γκαράζ για τη στάθμευση ενός αυτοκινήτου
- μέρος ενός στάβλου όπου βρίσκεται ένα μόνο άλογο
- τμήμα ενός μεγάλου κοινόχρηστου χώρου που περιβάλλεται από κινητά χωρίσματα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
box | box |
box (fr) θηλυκό
- ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την πρόσβαση σε διάφορες υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας (τηλέφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο)
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
box (it)
- (αθλητισμός) η πυγμαχία