τηλεπικοινωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεπικοινωνία < τηλ- + επικοινωνία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική télécommunication
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεπικοινωνία θηλυκό
- μεταφορά πληροφοριών σε απόσταση με ηλεκτρική, ηλεκτρομαγνητική, ραδιοηλεκτρική, ή οπτική μέθοδο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεπικοινωνία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)