τηλεματική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεματική οι τηλεματικές
      γενική της τηλεματικής των τηλεματικών
    αιτιατική την τηλεματική τις τηλεματικές
     κλητική τηλεματική τηλεματικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλεματική < (άμεσο δάνειο) αγγλική telematics < γαλλική télématique < télécommunication + informatique. Ο γαλλικός όρος επινοήθηκε το 1978 από τους Simon Nora και Alain Minc[1][2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηλεματική θηλυκό

  • (τηλεπικοινωνίες, νεολογισμός) ο συνδυασμός τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής για την έγκαιρη διακίνηση κάθε είδους πληροφορίας, όπως μετάδοση ήχου, εικόνας δεδομένων, κλπ., σε πραγματικό χρόνο [2]
    Το σύστημα της Τηλεματικής περιλαμβάνει την εγκατάσταση εξοπλισμού σε 1750 λεωφορεία και 250 τρόλεϊ για την παρακολούθηση του συγκοινωνιακού έργου σε πραγματικό χρόνο, αλλά και την πληροφόρηση του επιβατικού κοινού για την εκτέλεση των δρομολογίων μέσω 1.000 «έξυπνων» στάσεων. «Παράλληλα θα λειτουργεί διαδραστικό σύστημα πληροφόρησης κοινού για το σύνολο των γραμμών και των δρομολογίων μέσω διαδικτύου» αναφέρει το υπουργείο Υποδομών. (εφημερίδα Το Βήμα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Simon Nora, Alain Minc, L'informatisation de la Société, Paris, La Documentation Française, 1978 (ISBN 978‑2-02-004974-0, LCCN 79367317)
  2. 2,0 2,1 ΚΑΠΕΡΩΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ (ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2006), ΤΗΛΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ –ΔΙΚΤΥΑ HELLASPACΚΑΙ HELLASCOM, σελ. 4, 23, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΗΠΕΙΡΟΥ. Προσπέλαση 2020-05-17.
  3. από αναζήτηση «τηλεματική» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.