σάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάκος οι σάκοι
      γενική του σάκου των σάκων
    αιτιατική τον σάκο τους σάκους
     κλητική σάκε σάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάκος < αρχαία ελληνική σάκος ή σάκκος < σημιτικής προέλευσης, πρωτοσημιτικά: * s?k (?: άγνωστος φθόγγος)
((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sac)
μια στοίβα από άδειους σάκους
πίνακας που απεικονίζει αγρότη με έναν σάκο στους ώμους του
στρατιωτικός σάκος
κόκκινος σάκος του μποξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάκος αρσενικό

  1. σακί
  2. σακούλα
  3. είδος τσάντας
  4. (μεταφορικά) οτιδήποτε προσομοιάζει στη μορφή με σάκο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάκος αρσενικό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάκος < σάττω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάκος ουδέτερο, γενική σάκεος