sac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sac (en)
- (φυσιολογία) κοιλότητα του σώματος που μοιάζει με σάκο ή ασκό και περιέχει υγρό· θύλακας, κύστη
- amniotic sac - αμνιακός σάκος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sac | sacs |
sac (fr) αρσενικό