τσάντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσάντα | οι | τσάντες |
γενική | της | τσάντας | των | τσαντών |
αιτιατική | την | τσάντα | τις | τσάντες |
κλητική | τσάντα | τσάντες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσάντα θηλυκό
- φορητή θήκη για πράγματα, συνήθως από δέρμα ή ύφασμα, με χερούλια ή χωρίς
- γυναικεία τσάντα
- μαθητική τσάντα
- κρεμαστή τσάντα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τσάντα φάκελος
[επεξεργασία]
- τσαντάκι (υποκοριστικό)
- τσαντάκιας
- τσαντούλα (υποκοριστικό)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορητή θήκη
|
|