βαλίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαλίτσα | οι | βαλίτσες |
γενική | της | βαλίτσας | των | βαλιτσών |
αιτιατική | τη | βαλίτσα | τις | βαλίτσες |
κλητική | βαλίτσα | βαλίτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλίτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική valigia από βόρεια διάλεκτο (πβ βενετική vaƚìxa και λομβαρδική valisa)[1] < απώτατης αρχής είτε αραβικής وَلِيهَة (walīḥa) «σάκος σιταριού»[2], είτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκής *welH-[3]. Συγγενής, η γαλλική valise.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaˈli.t͡sa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλίτσα θηλυκό
- αποσκευή σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου με σκληρά τοιχώματα, για τη μεταφορά ρούχων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θα πάει μακριά η βαλίτσα: αυτή η υπόθεση θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλίτσα
|
[επεξεργασία]
- ↑ βαλίτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ valise - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)