Koffer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Koffer (de) αρσενικό

  • η βαλίτσα
    mein Koffer ist leicht - η βαλίτσα μου είναι ελαφριά
    ich soll meinen Koffer packen - πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα μου



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Koffer < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Koffer αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]