Koffer
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Koffer (de) αρσενικό
- η βαλίτσα
- mein Koffer ist leicht - η βαλίτσα μου είναι ελαφριά
- ich soll meinen Koffer packen - πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα μου
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Koffer < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Koffer αρσενικό ή θηλυκό