Koffer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Koffer (de) αρσενικό
- η βαλίτσα
- mein Koffer ist leicht - η βαλίτσα μου είναι ελαφριά
- ich soll meinen Koffer packen - πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα μου