θήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θήκη | οι | θήκες |
γενική | της | θήκης | των | θηκών |
αιτιατική | τη | θήκη | τις | θήκες |
κλητική | θήκη | θήκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θήκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θή‐κη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θήκη θηλυκό
- ένα περίβλημα μέσα στο οποίο τοποθετούνται ένα ή πολλά ομοειδή αντικείμενα για προστασία, τακτοποίηση ή ταξινόμηση
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
θηκ-
θηκ-
ρήματα, και τα συγγενικά τους |
θηκ- |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θήκη
Πηγές[επεξεργασία]
- θήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- λήμματα θηκ- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θήκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θήκη θηλυκό
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
θηκ-
θηκ-
- ἀγγοθήκιον
- ἀνυποθηκάριος
- ἀνυπόθηκος
- ἀνυποθήκως
- ἀποθηκάρης
- ἀποθηκάριν
- ἀποθηκάριος
- βιβλιοθηκάριος
- βρομοθηκάρα
- διαθήκιον
- διαθηκοπαράδοσις
- διαθηκῷος
- διαθήκως
- ἐνδιαθηκῷος
- ἐνδιαθήκως
- ἐνυποθηκάριος
- ἐνυπόθηκος
- ἐπιθηκάριος
- εὐένθηκος
- ἡμιθηκάριον
- ἡμιθήκιον
- θηκάριν, θηκάριον
- θηκιάζω
- ξεθηκαρώνω
- παραθηκαρία
- παραθηκάριος
- παραθηκοφύλαξ
- παρακαταθηκάριος
- προσθηκίτζα
- παρασυνθήκως
Πηγές[επεξεργασία]
- θήκη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- -θήκη Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -θήκη στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -θηκ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές[επεξεργασία]
- θήκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)