θήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θήκη | οι | θήκες |
γενική | της | θήκης | των | θηκών |
αιτιατική | τη | θήκη | τις | θήκες |
κλητική | θήκη | θήκες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θήκη < αρχαία ελληνική θήκη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θήκη θηλυκό
- ένα περίβλημα μέσα στο οποίο τοποθετούνται ένα ή πολλά ομοειδή αντικείμενα για προστασία, τακτοποίηση ή ταξινόμηση