εναποθηκεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εναποθηκεύω < εν- + αποθηκεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική emmagasiner)

Ρήμα[επεξεργασία]

εναποθηκεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]