εναποθήκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εναποθήκευση | οι | εναποθηκεύσεις |
γενική | της | εναποθήκευσης* | των | εναποθηκεύσεων |
αιτιατική | την | εναποθήκευση | τις | εναποθηκεύσεις |
κλητική | εναποθήκευση | εναποθηκεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εναποθηκεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναποθήκευση < εναποθηκεύω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εναποθήκευση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εναποθηκεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναποθήκευση
|