εναποθηκεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εναποθηκεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εναποθήκευση
- εναλλακτικά: εναποθήκευσης
εναποθηκεύσεως θηλυκό