ταμείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταμείο | τα | ταμεία |
γενική | του | ταμείου | των | ταμείων |
αιτιατική | το | ταμείο | τα | ταμεία |
κλητική | ταμείο | ταμεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταμείο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ταμεῖον < αρχαία ελληνική ταμιεῖον < τέμνω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /taˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταμείο ουδέτερο
- συρτάρι ή κουτί (με ειδική διαρρύθμιση), όπου φυλάγονται τα χρήματα από τις εισπράξεις
- (συνεκδοχικά) τα χρήματα που υπάρχουν στο (1) ή που φυλάσσει ο ταμίας
- ειδικό γκισέ, θυρίδα ή γραφείο, όπου γίνονται οικονομικές συναλλαγές
- δημόσια υπηρεσία που έχει σαν αρμοδιότητα την είσπραξη χρημάτων
- (οικονομία) οργανισμός ασφάλισης εργαζομένων
- (μεταφορικά) άνθρωπος ή οργανισμός που μαζεύει κάτι υλικό ή πνευματικό, που αποθησαυρίζει
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- Διεθνές Nομισματικό Tαμείο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κλείνω / κάνω ταμείο: μετρώ / υπολογίζω τα έσοδα (και τα έξοδα)
- σπάει ταμεία: προσελκύει πολύ κόσμο, κόβει πολλά εισιτήρια
- ταμείο Αγίας Γραφής: ευρετήριο λέξεων που απαντούν στα κείμενα της Αγίας Γραφής
- το ταμείον είναι μείον: δεν υπάρχουν χρήματα, έχουν τελειώσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)