συρτάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συρτάρι | τα | συρτάρια |
γενική | του | συρταριού | των | συρταριών |
αιτιατική | το | συρτάρι | τα | συρτάρια |
κλητική | συρτάρι | συρτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρτάρι < μεσαιωνική ελληνική συρτάριον < αρχαία ελληνική συρτός < σύρω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρτάρι ουδέτερο
- ειδικό κουτί (με χερούλι ή λαβή) που τοποθετείται σε ειδικούς χώρους ενός επίπλου και σύρεται προς τα έξω, για να προσθέσουμε πράγματα για αποθήκευση ή να τα πάρουμε
[επεξεργασία]
- συρταράκι
- συρταριέρα
- συρταρωτός
- → δείτε τις λέξεις σύρω και σέρνω