Μετάβαση στο περιεχόμενο

συρτάρι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρτάρι τα συρτάρια
      γενική του συρταριού των συρταριών
    αιτιατική το συρτάρι τα συρτάρια
     κλητική συρτάρι συρτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
συρτάρι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συρτάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συρτάριον < αρχαία ελληνική συρτός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siɾˈta.ɾi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συρτάρι ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]