συρταρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συρταρωτός, -ή, -ό
- που σύρεται (σε ράγες) και ανοιγοκλείνει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρταρωτός
|