γραφείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γραφείο | τα | γραφεία |
γενική | του | γραφείου | των | γραφείων |
αιτιατική | το | γραφείο | τα | γραφεία |
κλητική | γραφείο | γραφεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραφείο < αρχαία ελληνική γραφεῖον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραφείο ουδέτερο
- έπιπλο κατάλληλο για να γράψει κανείς
- δωμάτιο σε σπίτι, διαμορφωμένο και επιπλωμένο ως χώρος μελέτης
- χώρος σε εταιρεία ή υπηρεσία που στεγάζει τις δραστηριότητες ενός υπαλλήλου ή στελέχους
- υπηρεσία ή κατάστημα που προσφέρει συγκεκριμένες υπηρεσίες
- γραφείο ευρέσεως εργασίας
- γραφείο κηδειών
- δικηγορικό γραφείο
- χώρος που χρησιμοποιεί ένας πολιτικός για να έρχεται σε επαφή με το κοινό
- οι βουλευτές παίρνουν επίδομα για τα έξοδα του πολιτικού γραφείου τους
- συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων σε πολιτικό κόμμα
- το Πολιτικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γράφω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραφείο
|