office

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

office < μέση αγγλική office < παλαιά γαλλική office < λατινική officium < opificium < opifex + -ium

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɒfɪs/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: of‐fice

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
office offices

office (en)

  1. γραφείο (με την έννοια χώρος)
  2. γραφείο (με την έννοια οργάνωση)

επιλογή κατάλληλων προθέσεων[επεξεργασία]

  • at the office: στον χώρο γενικά του γραφείου, πχ. της εργασίας - στον χώρο στον οποίο εργάζομαι χωρίς αναγκαστικά να τον προσδιορίζω φυσικά
  • in the office: στο δωμάτιο συγκεκριμένα του γραφείου, πιο σαφές και υλικό - χωροταξικά σαφέστερο



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

office < λατινική officium

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
office offices

office (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) η θεία λειτουργία
  2. πολιτικό αξίωμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]