desk
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
desk | desks |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]desk (en)
- (έπιπλο) το γραφείο
- το γραφείο, ένα μέρος όπου μπορώ να λάβω πληροφορίες ή με εξυπηρετούν σε αεροδρόμιο, ξενοδοχείο κτλ.
- το θρανίο