κάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμνω και κάμω < αρχαία ελληνική κάμνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

κάνω/κάμνω, πρτ.: έκανα/έκαμνα, αόρ.: έκανα/έκαμα, παθ.φωνή: καμώνομαι[1]/δείτε γίνομαι[2], π.αόρ.: καμώθηκα, μτχ.π.π.: καμωμένος[3]

  1. κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργώ
    Μπορεί να ασχολείται με τις ώρες, αλλά κάνει εξαιρετικά δημιουργήματα από χαρτί.
  2. εκτελώ, ολοκληρώνω
    θα κάνω ό,τι μου πεις
  3. διεξάγω, ενεργώ, πραγματοποιώ, διενεργώ
    ακόμη κάνουν έρευνες
  4. διαπράττω
    Μπήκε φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έκανε αυτός.
  5. διοργανώνω
    Θυμάσαι τη γιορτή που είχαμε κάνει πέρυσι;
  6. συγκροτώ, ιδρύω
    Τους έπεισα να κάνουμε εταιρεία.
  7. προκαλώ, γίνομαι αιτία για κάτι
    μας έκανε καλή εντύπωση
    Η μεσογειακή δίαιτα κάνει καλό στην υγεία.
  8. (για ζώα και ανθρώπους) γεννώ
    αποφασίσαμε να κάνουμε παιδί
    έκανε έξι γατάκια
  9. εξασκώ περιστασιακά ένα επάγγελμα
    Έκανε τον έμπορο εκείνα τα χρόνια.
  10. διδάσκομαι ή διδάσκω κάποιο μάθημα
    κάνω πιάνο, κάνω αγγλικά, κάνω μπαλέτο
    Σπούδασα αρχαιολογία, αλλά κάνω μαθήματα αγγλικών για τα προς το ζην.
  11. διατελώ
    Θα κάνεις φαντάρος μόνο έξι μήνες.
  12. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
    έκανε ότι κοιμόταν
  13. υποδύομαι ένα ρόλο
    Θυμάσαι ποιος έκανε τον αστυνομικό;
  14. μιμούμαι
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
  15. καθιστώ κάποιον κάτι
    με κάνεις ευτυχή
  16. προσλαμβάνω ή τοποθετώ κάποιον σε μια θέση μετά από εκλογή ή επιλογή
    την έκαναν διευθύντρια
  17. υπολογίζω κατά προσέγγιση σύμφωνα με την εντύπωση που έχω
    πόσα κιλά τον κάνεις;
  18. τελώ μια θρησκευτική τελετή
    Φέτος θα κάνει τον αγιασμό ο μητροπολίτης.
  19. (στο γ΄ ενικό, για μαθηματικές πράξεις) ισούται
    Πόσο κάνουν τέσσερα επί δεκατρία;
  20. λύνω ασκήσεις ή σχολικές εργασίες
    Για την επόμενη φορά θα κάνετε τις ασκήσεις 7 ως 10.
  21. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ
    Έκανα όλο το σπίτι σήμερα.
  22. ετοιμάζω ή παρασκευάζω φαγητό, γλυκό ή ποτό
    Θέλεις να κάνουμε ψάρι στο φούρνο για αύριο;
  23. συντάσσω ένα κείμενο
    Πρέπει να κάνω σύντομα αυτή την έκθεση.
  24. αποκτώ
    έκαναν μεγάλη περιουσία
  25. πληρώνω
    Θα κάνεις εσύ τα εισιτήρια κι εγώ θα κεράσω φαγητό.
  26. ασχολούμαι με κάτι συστηματικά
    κάνει κολύμπι κάθε μέρα.
  27. αντιδρώ, συμπεριφέρομαι
    Όταν πεισμώνει, κάνει σαν μικρό παιδί.
  28. μένω ή βρίσκομαι κάποιο χρονικό διάστημα κάπου
    Τρεις εβδομάδες έκανα στην Ελβετία.
  29. διανύω χρονικά
    Μια ολόκληρη μέρα έκανες να μου απαντήσεις!
  30. καλύπτω αποστάσεις
    Για να πάνε στο σχολείο, κάνουν εννέα χιλιόμετρα κάθε μέρα.
  31. στοιχίζω, αξίζω, κοστίζω
    Η γραβάτα έκανε πενήντα ευρώ.
  32. είμαι κατάλληλος, πληρώ τις προϋποθέσεις
    Δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά.
  33. ακολουθώ μια κατεύνθυνση
    Μόλις φτάσεις εκεί, κάνε δεξιά στο μονοπάτι.
  34. (για γραμματικούς τύπους) σχηματίζομαι
    Πώς κάνει η αιτιατική του πληθυντικού;
  35. (για καιρικές συνθήκες) επικρατεί
    Θα κάνει πολλή ζέστη τις επόμενες μέρες.
  36. (ως απρόσωπο) → δείτε τη λέξη κάνει: επιτρέπεται, πρέπει
    δεν κάνει να στεναχωριέσαι
  37. υποβάλλομαι σε
    κάνω θεραπεία/ηλιοθεραπεία/δίαιτα
    κάνω οικονομία/υπομονή
  38. χορηγώ ή μου χορηγούν
    κάνω ένεση/κλύσμα/μασάζ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. καμώνομαι: παθητικός τύπος με διαφορετική σημασία
  2. 2,0 2,1 κάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Με σχόλιο: παράβαλε γίνομαι ως αντίστοιχο παθητικό
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)