φοβάμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοβάμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φοβοῦμαι [1] (συνηρημένος τύπος του φοβέομαι) + -άμαι < παθητική φωνή του ρήματος φοβέω < φόβος < φέβομαι

φοβάμαι, π.αόρ.: φοβήθηκα, μτχ.π.π.: φοβισμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. νιώθω φόβο, συναίσθημα που προκαλείται από σοβαρό κίνδυνο, απειλή κλπ.
    ※  Φοβάμαι τη νύχτα στο κέντρο, φοβάμαι τους σεισμούς
  2. διστάζω, ανησυχώ, σκέφτομαι τυχόν αρνητικές παραμέτρους όχι ικανές να απειλήσουν ή να φοβερίσουν, αλλά ικανές να προβληματίσουν
    ※  Λέω να μην απλώσω τα ρούχα, γιατί φοβάμαι μη βρέξει
  3. ευγενικός τρόπος εκφοράς άρνησης, ματαίωσης, όταν ο συνομιλητής αναμένεται λογικά να στενοχωρηθεί από αυτό που θα ακούσει
    ⮡  Φοβάμαι πως δε θα μπορέσουμε να σας προσλάβουμε (εγώ πιθανόν να ήθελα, αλλά τα υπόλοιπα στελέχη, όχι)
    ⮡  Είπαμε στις 8, αλλά φοβάμαι ότι θα αργήσω (έχει κινηση, υπάρχει πολλή δουλειά, θέλω δηλαδή να έρθω, αλλά δεν είναι στο χέρι μου να είμαι εκεί στις 8)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]