fear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fear | fears |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fear (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fears |
αόριστος | feared |
παθητική μετοχή | feared |
ενεργητική μετοχή | fearing |
fear (en)
Ιρλανδικά γαελικά (ga)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fear (ga)