άντρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άντρας | οι | άντρες |
γενική | του | άντρα & αντρός |
των | αντρών |
αιτιατική | τον | άντρα | τους | άντρες |
κλητική | άντρα | άντρες | ||
όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

το σύμβολο του φύλου των αντρών είναι το σύμβολο του Άρη
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άντρας < μεσαιωνική ελληνική ἄντρας < αιτιατική τὸν ἄνδρα της αρχαία ελληνική ἀνήρ]. Με διατήρηση της προφοράς του <νδ > ως [nd] με γραφή <ντ>[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άντρας αρσενικό και λόγιο άνδρας
- ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου → και δείτε τη λέξη άνδρας
- ※ Δεν ήθελα να πιω, ήθελα να κλάψω γιατί δεν είμαι άντρας αλλά παιδί. (Γιάννης Ξανθούλης, Το πεθαμένο λικέρ)
- ο σύζυγος → και δείτε τη λέξη άνδρας
- τηλεφώνησε ο άντρας της
- ήταν όλοι συγγενείς του αντρός της
- αυτός που έχει τις καλές ιδιότητες που, συνήθως, αποδίδονται στους άντρες (γενναιοδωρία, αποφασιστικότητα κ.α.)
- αντιμετώπισε τον κίνδυνο σαν άντρας
- μέλος ομάδας, συνήθως ένοπλης → και δείτε τη λέξη άνδρας
- οι άντρες του τον ακολουθούσαν στη μάχη, τον εμπιστεύονταν
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- άντρακλας
- αντρεία, αντρειά
- αντρειεύω, αντρειεύομαι
- αντρείος
- αντρειοσύνη
- αντρειώνω
- αντρίκειος
- αντρικός
- αντροσύνη
- αντρώνομαι
- → και δείτε τη λέξη άνδρας
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αντρογυναίκα
- αντρόγυνο
- αντροκαλώ
- αντροφέρνω
- αντρομοίρι
- → και δείτε τη λέξη άνδρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άντρας
→ δείτε τη λέξη άνδρας |
[επεξεργασία]
- ↑ «άντρας» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.