αντρειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντρειά | οι | αντρειές |
γενική | της | αντρειάς | των | αντρειών |
αιτιατική | την | αντρειά | τις | αντρειές |
κλητική | αντρειά | αντρειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντρειά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντρειά < αρχαία ελληνική ἀνδρεία (που προφερόταν με [nd])[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /anˈdɾi̯a/ & /anˈdɾʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντρειά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντρειά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του ανδρεία
- ※ Κώστας Βάρναλης, ποιημα «Γάλα αντρειάς και λευτεριάς», ποιητική συλλογή Ελεύθερος κόσμος, στίχος 1ος
- Ήταν δεν ήταν έντεκα χρονώ.
- ※ Κώστας Βάρναλης, ποιημα «Γάλα αντρειάς και λευτεριάς», ποιητική συλλογή Ελεύθερος κόσμος, στίχος 1ος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- με αντρ- και με ανδρ- → δείτε στο ανδρεία
→ και δείτε τη λέξη άντρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντρειά
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αντρειά, ανδρεία, αντρεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)