τρόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τρόμος | οι | τρόμοι |
γενική | του | τρόμου | των | τρόμων |
αιτιατική | τον | τρόμο | τους | τρόμους |
κλητική | τρόμε | τρόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρόμος < αρχαία ελληνική τρόμος < τρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρόμος αρσενικό
- πολύ ισχυρός φόβος
- τον κυρίευσε τρόμος
- αυτός ή αυτό που προκαλεί ισχυρό φόβο, που τρομοκρατεί
- από μικρό παιδί ήταν ο φόβος και ο τρόμος του σχολείου του
- (ιατρική) το να τρέμει κάποιος από ψυχοσωματική ένταση ή ασθένεια· γρήγορη και σύντομη παλμική κίνηση του σώματος ή των άκρων· τρεμούλιασμα, τρεμούλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τρομάζω
- τρομάρα
- τρομερός
- τρομακτικά
- τρομακτικός
- τρομερά
- → δείτε τη λέξη τρέμω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισχυρός φόβος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)