φοβισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοβισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φοβάμαι και φοβίζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fo.viˈzme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]φοβισμένος -η -ο
- που έχει φοβηθεί
- ※ Ο Κωνσταντής πήγε πίσω του φοβισμένος, χωρίς να καταλαβαίνει τι σημαίνουν αυτά. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- που διακατέχεται από φόβους, άτολμος