περίφοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίφοβος η περίφοβη το περίφοβο
      γενική του περίφοβου της περίφοβης του περίφοβου
    αιτιατική τον περίφοβο την περίφοβη το περίφοβο
     κλητική περίφοβε περίφοβη περίφοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίφοβοι οι περίφοβες τα περίφοβα
      γενική των περίφοβων των περίφοβων των περίφοβων
    αιτιατική τους περίφοβους τις περίφοβες τα περίφοβα
     κλητική περίφοβοι περίφοβες περίφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίφοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίφοβος < περί- + αρχαία ελληνική φόβος + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

περίφοβος, -η, -ο

  • που διακατέχεται από πολύ φόβο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / περίφοβος τὸ περίφοβον
      γενική τοῦ/τῆς περιφόβου τοῦ περιφόβου
      δοτική τῷ/τῇ περιφόβ τῷ περιφόβ
    αιτιατική τὸν/τὴν περίφοβον τὸ περίφοβον
     κλητική ! περίφοβε περίφοβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ περίφοβοι τὰ περίφοβ
      γενική τῶν περιφόβων τῶν περιφόβων
      δοτική τοῖς/ταῖς περιφόβοις τοῖς περιφόβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς περιφόβους τὰ περίφοβ
     κλητική ! περίφοβοι περίφοβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ περιφόβω τὼ περιφόβω
      γεν-δοτ τοῖν περιφόβοιν τοῖν περιφόβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίφοβος < περί- + φόβ(ος) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

περίφοβος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]