νιώθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νιώθω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νιώθω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɲo.θo/ ('['με συνίζηση))
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοιώ‐θω

νιώθω, αόρ.: ένοιωσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. δοκιμάζω ένα συναίσθημα
    ⮡  νιώθω ντροπή, νιώθω πόνο
     συνώνυμα: αισθάνομαι
  2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
    ⮡  νιώθεις τι είναι αυτά που λες;
  3. προαισθάνομαι
    ⮡  νιώθω τον κίνδυνο
  4. (αμετάβατο) αντιλαμβάνομαι κατά ένα ορισμένο τρόπο την ψυχολογική μου κατάσταση ή τις σωματικές μου δυνάμεις και την κατάσταση της υγείας μου
    Πώς νιώθεις τώρα; —Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • νιώνω (παρωχημένο, ιδιωματικό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νιώθω < πιθανόν από τον αόριστο ἔγνωσα του γνώθω (όπως και του αρχαίου γιγνώσκω και με την επίδραση του αορίστου ἔνιωσα < ἐνόησα < αρχαία ελληνική νοέω / νοῶ

νιώθω

  1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
  2. μαθαίνω, πληροφορούμαι
  3. ακούω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]