feel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας feel
γ΄ ενικό ενεστώτα feels
αόριστος felt
παθητική μετοχή felt
ενεργητική μετοχή feeling
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

feel (en)

  1. νιώθω, αισθάνομαι ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
    Have you ever felt so calm?
    Έχεις νιώσει ποτέ τόση ηρεμία;
    I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
    I want to feel your love.
    Θέλω να αισθανθώ την αγάπη σου.
  2. (μεταβατικό) αισθάνομαι, νιώθω, παρατηρώ κάτι γιατί με αγγίζει
    She felt something next to her leg.
    Αισθάνθηκε κάτι δίπλα στο πόδι της.
     συνώνυμα: sense

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]