feel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | feel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | feels |
αόριστος | felt |
παθητική μετοχή | felt |
ενεργητική μετοχή | feeling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]feel (en)
- νιώθω, αισθάνομαι ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
- ↪ Have you ever felt so calm?
- Έχεις νιώσει ποτέ τόση ηρεμία;
- ↪ I have never felt better in my whole life.
- Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
- ↪ I felt shocked at the sight of his blood.
- Αισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος.
- ↪ I want to feel your love.
- Θέλω να αισθανθώ την αγάπη σου.
- ↪ Have you ever felt so calm?
- (μεταβατικό) αισθάνομαι, νιώθω, παρατηρώ κάτι γιατί με αγγίζει