felt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

felt (en)

  • κετσές (είδος μάλλινου υφάσματος)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

felt (en)