άνοιωστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνοιωστος η άνοιωστη το άνοιωστο
      γενική του άνοιωστου της άνοιωστης του άνοιωστου
    αιτιατική τον άνοιωστο την άνοιωστη το άνοιωστο
     κλητική άνοιωστε άνοιωστη άνοιωστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνοιωστοι οι άνοιωστες τα άνοιωστα
      γενική των άνοιωστων των άνοιωστων των άνοιωστων
    αιτιατική τους άνοιωστους τις άνοιωστες τα άνοιωστα
     κλητική άνοιωστοι άνοιωστες άνοιωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άνοιωστος < ά- στερητικό + νοιωστός (< νοιώθ(ω), νοιωσ- + -τος) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.ɲo.stos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐νοιω‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

άνοιωστος, -η, -ο

  1. μη αντιληπτός
     αντώνυμα: αντιληπτός
  2. ακατάληπτος, που δεν τον καταλαβαίνεις
     αντώνυμα: νοητός, κατανοητός, αντιληπτός
  3. που δεν καταλαβαίνει
     συνώνυμα: άνοιωθος
  4. (κατ’ επέκταση) που δεν καταλαβαίνει γιατί δεν έχει τις αισθήσεις του (καθώς κοιμάται ή είναι άρρωστος)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. άνοιωστοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ἄνοιωθος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]