συμφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμφορά | οι | συμφορές |
γενική | της | συμφοράς | των | συμφορών |
αιτιατική | τη | συμφορά | τις | συμφορές |
κλητική | συμφορά | συμφορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμφορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφορά < συμφέρω < συμ- + φέρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμφορά θηλυκό ή συφορά
- πολύ κακό συμβάν, δυστύχημα, καταστροφή
- ※ Και η Βουλγαρία ολόκληρη θρήνησε την εθνική της συμφορά. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα, 1909 [μυθιστόρημα])
- ※ όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη (Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη συμφέρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμφορᾱ́ | αἱ | συμφοραί |
γενική | τῆς | συμφορᾶς | τῶν | συμφορῶν |
δοτική | τῇ | συμφορᾷ | ταῖς | συμφοραῖς |
αιτιατική | τὴν | συμφορᾱ́ν | τὰς | συμφορᾱ́ς |
κλητική ὦ! | συμφορᾱ́ | συμφοραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμφορᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμφοραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμφορά < (συμφέρω) συμ- + φορ-, μεταπτωτική βαθμίδα του φέρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμφορά, -ᾶς θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις φορά και φέρω
Πηγές
[επεξεργασία]- συμφορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμφορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (αρχαία ελληνικά)
- Σπάνιες σημασίες όρων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)