πόρνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόρνη | οι | πόρνες |
γενική | της | πόρνης | των | πορνών |
αιτιατική | την | πόρνη | τις | πόρνες |
κλητική | πόρνη | πόρνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πόρνη < αρχαία ελληνική πόρνη < πέρνημι
Προφορά
Ουσιαστικό
πόρνη θηλυκό
- (επάγγελμα) η γυναίκα που προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες έναντι χρηματικής αμοιβής
- υβριστικός χαρακτηρισμός
Συνώνυμα
Σύνθετα
- πορνοβοσκός
- πορνόγερος
- πορνογράφημα, πορνογραφία, πορνογραφικά, πορνογραφικός, πορνογράφος, πορνογραφώ
- πορνοπεριοδικό
- πορνοστάρ
- πορνοταινία
Μεταφράσεις
πόρνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πόρνη < πέρνημι
Ουσιαστικό
πόρνη θηλυκό
Πηγές
- «πόρνη» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πόρνη» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.