πορνό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πορνό άκλιτο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορνό ουδέτερο άκλιτο
- η πορνογραφία
- ερωτική ταινία με σκληρό σεξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «πορνό» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.