Μετάβαση στο περιεχόμενο

ταινία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταινία οι ταινίες
      γενική της ταινίας των ταινιών
    αιτιατική την ταινία τις ταινίες
     κλητική ταινία ταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταινία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταινία. Για το παράσιτο, ελληνιστική σημασία.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /teˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταινία
αυτοκόλλητη ταινία συσκευασίας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταινία θηλυκό

  1. στενή λωρίδα από ύφασμα ή άλλο υλικό που μπορεί και να τυλιχτεί σε ρολό
    εκφράσεις: μονωτική ταινία: αυτοκόλλητη ταινία που χρησιμοποιείται για να απομονωθούν ηλεκτρικά καλώδια
  2. (κινηματογράφος) κινηματογραφικό έργο με μεγάλη ή μικρή διάρκεια
      στην περίπτωση της συγκεκριμένης ταινίας είχα νιώσει ότι, ε, όπως και να το κάνεις, ο δημιουργός πήγαινε γυρεύοντας για να τον κράξουν, με τέτοιο συνδυασμό ασυναρτησίας, δηθενιάς και έπαρσης που ξετύλιγε στο πανί (Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε, Εκδ. Ίκαρος, 2022)
      ταινία μεγάλου μήκους, ταινία μικρού μήκους
  3. (ιατρική, κτηνιατρική, παράσιτο) παρασιτικός οργανισμός που προσβάλλει τα έντερα του ανθρώπου και άλλων ζώων
     δείτε τις λέξεις εχινόκοκκος και ταινιοσκώληκας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

σύνθετα, παράγωγα και συγγενικά:

  • με ταινιο-, ταινι-
  • σύνθετα με -ταινία όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα