ταινιωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ταινιωτός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει τη μορφή ταινίας
- (λόγιο) που αποτελείται από ταινίες
- (αρχαιολογία) που αφορά αρχαιολογικό εύρημα που φέρει μοτίβα (χαραγμένα ή ανάγλυφα) με μορφή ταινίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ταινία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταινιωτός
|