ανάγλυφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανάγλυφα
- με ανάγλυφο τρόπο
- με διαύγεια
- ≈ συνώνυμα: ζωηρά, παραστατικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάγλυφα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανάγλυφος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάγλυφο