διαύγεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαύγεια | οι | διαύγειες |
γενική | της | διαύγειας | των | διαυγειών |
αιτιατική | τη | διαύγεια | τις | διαύγειες |
κλητική | διαύγεια | διαύγειες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαύγεια < ελληνιστική κοινή διαύγεια < αρχαία ελληνική διαυγής < διά + αὐγής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαύγεια θηλυκό
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πνευματική διαύγεια: η ικανότητα να σκέπτεται κανείς σωστά, η καθαρότητα του νου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαύγεια
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διαύγεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαύγεια θηλυκό
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)