διαύγεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαύγεια οι διαύγειες
      γενική της διαύγειας των διαυγειών
    αιτιατική τη διαύγεια τις διαύγειες
     κλητική διαύγεια διαύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαύγεια < ελληνιστική κοινή διαύγεια < αρχαία ελληνική διαυγής < διά + αὐγής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαύγεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαύγεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαύγεια θηλυκό

  1. διαφάνεια
  2. (μεταφορικά) σαφήνεια, καθαρότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]