Μετάβαση στο περιεχόμενο

ικανότητα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἱκανότητα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ικανότητα οι ικανότητες
      γενική της ικανότητας των ικανοτήτων
    αιτιατική την ικανότητα τις ικανότητες
     κλητική ικανότητα ικανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ικανότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱκανότης από την αιτιατική ενικού «τὴν ἱκανότητα»

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.kaˈno.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ικανότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ικανότητα θηλυκό

  1. δυνατότητα να κάνει κανείς κάτι
      Έχει και την ικανότητα και τη θέληση να πετύχει στη ζωή του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

επίσης δείτε τους όρους:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]