δυναμικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυναμικότητα θηλυκό
- ο ρυθμός παραγωγής καθώς και η ικανότητα και το σύνολο της παραγωγής μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυναμικότητα
|