παραγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγωγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραγωγή (δημιουργία, αρχαία σημασία: το να άγεις προς το πλάι) < αρχαία ελληνική παράγω < παρά + ἄγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική production) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐γω‐γή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγωγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παράγω
- ό,τι παράγεται (υλικό ή πνευματικό)
- (οικονομία) δραστηριότητα που έχει στόχο τη δημιουργία οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών
- η επιμέλεια και η προσπάθεια για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης για τη δημιουργία μιας κινηματογραφικής ταινίας
- η παρουσίαση μιας ραδιοφωνικής εκπομπής καθώς και η επιλογή όσων παρουσιάζονται καθώς και η γενικότερη επιμέλεια
- (λογική) η εξαγωγή συμπεράσματος σε κάποιον συλλογισμό με συλλογιστική πορεία από το γενικό στο μερικό / ειδικό
- (γραμματική) ο σχηματισμός μιας λέξης με την προσθήκη προθημάτων, επιθημάτων ή προσφυμάτων σε άλλη λέξη
- → δείτε τη λέξη σύνθεση
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγωγή
[επεξεργασία]
- ↑ παραγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ .1.Σύντομη Ιστορία της Λογικής Πρόσβαση 2020-02-26
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραγωγή | αἱ | παραγωγαί |
γενική | τῆς | παραγωγῆς | τῶν | παραγωγῶν |
δοτική | τῇ | παραγωγῇ | ταῖς | παραγωγαῖς |
αιτιατική | τὴν | παραγωγήν | τὰς | παραγωγᾱ́ς |
κλητική ὦ! | παραγωγή | παραγωγαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραγωγᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραγωγαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές[επεξεργασία]
- παραγωγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραγωγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)