προσθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσθήκη < αρχαία ελληνική προσθήκη < προσ- + -θήκη < τίθημι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈsθi.ci/ και /pɾosˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σθή‐κη
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐θή‐κη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσθήκη θηλυκό
- η πρόσθεση επιπλέον στοιχείων
- ό,τι προστίθεται
- άλλες μορφές: πρόσθημα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)