πρόσθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσθεση | οι | προσθέσεις |
γενική | της | πρόσθεσης* | των | προσθέσεων |
αιτιατική | την | πρόσθεση | τις | προσθέσεις |
κλητική | πρόσθεση | προσθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόσθεση < αρχαία ελληνική πρόσθεσις < προστίθημι < πρός + τίθημι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sθe.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόσθεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσθέτω
- (αριθμητική) η αριθμητική πράξη (δυαδικός τελεστής) του αθροίσματος δύο αριθμών
- η συνένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ποσοτήτων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πρόσθεση στη Βικιπαίδεια
- στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής: πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση
- προσθαφαίρεση, προσθαφαιρώ