Μετάβαση στο περιεχόμενο

додатак

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

додатак (sr) (λατινική γραφή: dodatak) αρσενικό

  1. η προσθήκη
  2. (για εφημερίδα, περιοδικό, κλπ) το ένθετο
    kulturni dodatak - πολιτιστικό ένθετο

Παράγωγα

[επεξεργασία]