ajout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ajout ajouts

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ajout (fr) αρσενικό