ἄγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἄγω | ἄγομαι |
Παρατατικός | ἦγον | ἠγόμην |
Μέλλοντας | ἄξω | ἄξομαι & ἀχθήσομαι |
Αόριστος | ἦξα, ἤγαγον | ἠξάμην & ἤχθην |
Παρακείμενος | ἦχα, ἀγήοχα | ἦγμαι |
Υπερσυντέλικος | ἤχειν, ἀγηόχειν | ἤγμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eǵ- (ἄγω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) अजति (ájati, οδηγώ), (παλαιά αρμενικά) ածեմ (acem, μεταφέρω), (λατινικά) ago, (παλαιά νορβηγικά) aka (οδηγώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἄγω, μέσο-παθητικό ἄγομαι
- οδηγώ
- προχωρώ
- απάγω, αιχμαλωτίζω
- μεταφέρω κάτι
- προκαλώ
- ανατρέφω
- διατηρώ
- ζυγίζω, έχω ένα συγκεκριμένο βάρος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἄγω εἰς δίκην: κατηγορώ κάποιον και τον πάω σε δίκη
- ἄγω ἑορτήν: γιορτάζω μια γιορτή
- ἄγω καὶ φέρω: λεηλατώ ολοκληρωτικά μια περιοχή, παίρνω λάφυρα και αιχμαλώτους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ἀγινέω (εκτεταμένος τύπος)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
δείτε και τα συγγενικά τους
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἄγω» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «ἄγω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἄγω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.