Μετάβαση στο περιεχόμενο

προκαλώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: προκαλῶ, προσκαλώ, προσκαλῶ

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προκαλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκαλῶ (καλώ να βγει μπροστά), συνηρημένος τύπος του προκαλέω (συνήθως στη μέση φωνή προκαλοῦμαι) < προ- + καλέω / καλῶ [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.kaˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προκαλώ

προκαλώ, -είς, -εί..., αόρ.: προκάλεσα, παθ.φωνή: προκαλούμαι, π.αόρ.: προκλήθηκα

  1. γίνομαι η αιτία ενός γεγονότος, ασθένειας, συναισθήματος, δημιουργώ κάτι, προξενώ κάτι, επιφέρω
    παράδειγμα  το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο
    παράδειγμα  το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία
  2. καλώ κάποιον σε αντιπαράθεση
    παράδειγμα  σε προκαλώ να απαντήσεις!
  3. έχω προκλητική στάση
    1. είμαι επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό να δημιουργήσω διαμάχη
      παράδειγμα  οι οπαδοί της μιας ομάδας προκαλούσαν τους άλλους με βρισιές και χειρονομίες
    2. δημιουργώ αρνητικές εντυπώσεις
      παράδειγμα  αυτή η επίδειξη πλούτου προκαλεί το κοινό αίσθημα
    3. προσπαθώ να ερεθίσω σεξουαλικά
      παράδειγμα  ντύνεται έτσι γιατί του αρέσει να προκαλεί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]