Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιφέρω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐπιφέρω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιφέρω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + φέρω

επιφέρω, πρτ.: επέφερα, αόρ.: επέφερα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]