επιφέρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιφέρω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + φέρω
Ρήμα
[επεξεργασία]επιφέρω, πρτ.: επέφερα, αόρ.: επέφερα (χωρίς παθητική φωνή)
- προκαλώ
- ※ Με τις δυσκολίες που επέφερε η Κατοχή στις συναλλαγές δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε στο χωριό. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- ※ Σημαντική μείωση του κινδύνου νοσηλείας και θανάτου λόγω της COVID-19 σε άτομα που μολύνθηκαν από τον ιό επιφέρει η χορήγηση των αντιιικών φαρμάκων στη χώρα μας. (Κορωνοϊός: Εσωσαν ζωές τα αντιιικά φάρμακα, Καθημερινή, 22/08/2023 )
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συνεπιφέρω
- → και δείτε τη λέξη φέρω
Κλίση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)