bring about

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας bring about
γ΄ ενικό ενεστώτα brings about
αόριστος brought about
παθητική μετοχή brought about
ενεργητική μετοχή bringing about

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bring about < → δείτε τις λέξεις bring και about

bring about (en)

  • προκαλώ
    ⮡  He worked out in the rain and this brought about a bad cold.
    Δούλευε στη βροχή κι αυτό του προκάλεσε κρυολόγημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cause