Μετάβαση στο περιεχόμενο

cause

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔz/ & /kʰɔːz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

cause (en)

  1. το αίτιο, η αιτία, το πρόσωπο ή το πράγμα που κάνει κάτι να συμβεί
      They are doing research on the causes of cancer.
    Κάνουν έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.
      cause and effect - αιτία και αποτέλεσμα
  2. (μη μετρήσιμο) ο λόγος που έχω συγκεκριμένα συναισθήματα ή να συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
      There is no cause for concern.
    Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
      If your child is absent without good cause, you may receive a warning.
    Αν το παιδί σας απουσιάσει χωρίς σοβαρό λόγο, μπορεί να λάβετε προειδοποίηση.
  3. ο αγώνας, η υπόθεση για την οποία κάποιος αγωνίζεται
      She was soon converted to the socialist cause.
    Σύντομα προσηλυτίστηκε στον σοσιαλιστικό αγώνα.
      Those who laid down their lives for the cause of the people/of peace.
    Εκείνοι που θυσιάστηκαν για την υπόθεση του λαού/της ειρήνης.
ενεστώτας cause
γ΄ ενικό ενεστώτα causes
αόριστος caused
παθητική μετοχή caused
ενεργητική μετοχή causing

cause (en)

  • προκαλώ ένα γεγονός, προξενώ
      What caused his death/the accident?
    Τι προκάλεσε το θάνατό του/το δυστύχημα;
      Her absence caused her family a lot of anxiety.
    Η απουσία της προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια της.
      The hatred caused by racial prejudices…
    Το μίσος που προκαλείται από φυλετικές προκαταλήψεις…
      The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.
    Το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
      What caused this rash on your face?
    Τι προκάλεσε αυτή την κοκκινίλα στο πρόσωπό σου;
      The floods caused much damage.
    Οι πλημμύρες προξένησαν μεγάλες ζημίες.
     συνώνυμα:  bring, bring about, bring on και generate

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

cause (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cause < λατινική causa

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Από τη λατινική λέξη causa προέρχεται επίσης και η γαλλική chose.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koz/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

cause (fr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]