cause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔz/ και /kʰɔːz/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cause (en)

  1. η αιτία
  2. ο σκοπός, η υπόθεση για την οποία κάποιος αγωνίζεται

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

cause (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cause < λατινική causa

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Από τη λατινική λέξη causa προέρχεται επίσης και η γαλλική chose.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koz/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

cause (fr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]