bring on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας bring on
γ΄ ενικό ενεστώτα brings on
αόριστος brought on
παθητική μετοχή brought on
ενεργητική μετοχή bringing on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bring on < → δείτε τις λέξεις bring και on

Ρήμα[επεξεργασία]

bring on (en)

  • φέρνω, κάνω κάτι να εξελιχθεί, συνήθως κάτι δυσάρεστο
    That brought on a bad cold.
    Αυτό του έφερε άσχημο κρυολόγημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cause

Πηγές[επεξεργασία]